ῥῖμμα
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ατος, τό, (ῥίπτω)
A throw, cast, ποδῶν ῥίμματα Arion 6; = ἡ ῥῖψις καὶ τὸ βέλος, Hdn.Epim.118.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῖμμα: τό, (ῥίπτω) τίναγμα, κίνησις, κούφοισι ποδῶν ῥίμμασι Ἀρίων παρ’ Αἰλιανῷ π. Ζῴων 12, 45. - Καθ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 118, 8 «ῥῖμμα, ἡ ῥῖψις καὶ τὸ βέλος».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jet : ῥίμματα ποδῶν ÉL attitude du danseur qui jette le pied en avant.
Étymologie: ῥίπτω.