συμπλανάομαι
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
A wander about with, τινι D.S.3.59, Plu.Ant.29, Philostr.Ep.56: metaph., ταῖς ἀγνοίαις . . τῶν συγγραφέων Plb.3.21.10.
German (Pape)
[Seite 987] mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Pol. 3, 21, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλᾰνάομαι: μέλλ. -ήσομαι, περιπλανῶμαι μετά τινος, τινι Διόδ. 3. 59, κτλ.· μεταφορ., πλανῶμαι ὁμοῦ, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Πολύβ. 3. 21, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
errer ensemble, s’égarer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλανάομαι.