οἰκοδομικός
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in building, Id.R.333b, Plot.1.6.3 ; τὸ -κόν Pl.Chrm.170c, Arist.Ph.196b26 : ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of building, architecture, Pl.Chrm.l.c., Grg. 514b, R.346d, al. ; so τὰ -κά Id.Grg.514a (but τὰ -κά the built parts of a house, opp. λεπτουργικά and χρηστικά, SIG880.65 (ii/iii A.D.)). Adv. -κῶς Poll.7.117. II fit for building, ὕλη Thphr.HP5.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Χαρμ. 170C· ἡ οἰκοδομικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ οἰκοδομεῖν, ἡ ἀρχιτεκτονική, Πλάτ. αὐτόθι, Γοργ. 514Β, Πολ. 346D, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὰ οἰκοδομικὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 514Α· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 117. ΙΙ. πρὸς οἰκοδόμησιν πρόσφορος, κατάλληλος, ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les constructions ; ἡ οἰκοδομική (τέχνη) PLAT l’art de bâtir, l’architecture;
2 habile à bâtir ; ὁ οἰκοδομικός, architecte ou maçon.
Étymologie: οἰκοδόμος.