ἀποκαραδοκία
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
English (LSJ)
ἡ,
A earnest expectation, Ep.Rom.8.19, Ep.Phil.1.20.
German (Pape)
[Seite 305] ἡ, sehnliche Erwartung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκᾰρᾱδοκία: ἡ, ἔνθερμος προσδοκία, («προσδοκία, ἀπεκδοχὴ» καθ’ Ἡσύχ.), Ἐπιστ. π. Ρωμ. η΄, 19, πρὸς Φιλ. α΄, 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
attente impatiente.
Étymologie: ἀποκαραδοκέω.