περιαρμόζω

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαρμόζω Medium diacritics: περιαρμόζω Low diacritics: περιαρμόζω Capitals: ΠΕΡΙΑΡΜΟΖΩ
Transliteration A: periarmózō Transliteration B: periarmozō Transliteration C: periarmozo Beta Code: periarmo/zw

English (LSJ)

   A fasten, fit on, Pl.Ax.366a; τοῖς θυρεοῖς κύκλῳ π. λεπίδα χαλκῆν Plu.Cam.40; τάφον τινί Philostr.Her.1.2:—Pass., of persons, πώγωνας περιηρμος μέναι having them fastened on, Ar.Ec.274; of things, to be fastened on, περί τι Arist.HA500a9; τῷ πέρατι Antyll. ap. Orib. 10.19.4; τοῖς σφυροῖς Jul.Or.2.57c.    II intr., fit closely round, Arist.Mech.854a22.

German (Pape)

[Seite 569] ringsumher anfügen; ἡνίκ' ἂν τοὺς πώγωνας ἀκριβώσητε περιηρμοσμέναι, Ar. Eccl. 274; Plat. Ax. 366 a; im aor. περιήρμοσεν Plut., τινί, de adul. et am. discr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

περιαρμόζω: προσαρμόζω τι κύκλῳ, Πλάτ. Ἀξ. 366Α· τοῖς θυρεοῖς π. λεπίδα χαλκῆν Πλουτ. Κάμιλλ. 40. ― Παθ., ἐπὶ προσώπων, πώγωνας περιηρμοσμέναι, ἔχουσαι προσδεδεμένους πώγωνας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 271· ἐπὶ πραγμάτων, προσαρτῶμαι ἐπί τινος, ἐπιδένομαι, περί τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 37. ΙΙ. ἀμετάβ., στενῶς ἁρμόζω πανταχόθεν, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ajuster tout autour : τινί τι PLUT une chose à une autre.
Étymologie: περί, ἁρμόζω.