κιονόκρανον
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
τό, later form for κιόκρανον, Str.4.4.6 (as v.l.), D.S.5.47, etc.
German (Pape)
[Seite 1441] τό, Säulenknopf, -knauf; Xen. Hell. 4, 4, 5; Strab. IV, 198; D. Sic. 5, 47. Vgl. κιόκρανον.
Greek (Liddell-Scott)
κῑονόκρᾱνον: τό, μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ τοῦ κιόκρανον, Στράβ. 198, Διόδ. 5. 47, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tête de colonne, chapiteau.
Étymologie: κίων, κρανίον.