μελῳδία
English (LSJ)
ἡ,
A singing, chanting, E.Rh.923, etc. II chant, choral song, μελῳδίας ποιητής Pl.Lg.935e, cf. 812d; lullaby, ib.790e: generally, music, Phld.Mus.p.12 K.
German (Pape)
[Seite 129] ἡ, das Singen, Eur. Rhes. 932; die Sangweise, Melodie, das lyrische Gedicht, Lied, ποιητῇ κωμῳδίας ἢ ἰάμβων ἢ μελῳδίας vrbdt Plat. Legg. XI, 935 c; τοῦ τὴν μελῳδίαν ξυνθέντος ποιητοῦ, VII, 812 d; auch κατὰ ὀρχήσεις ἢ κατὰ μελῳδίας, 794 e; Ath. XIV, 632; vom Gesange der Vögel, Luc. Philop. 3.
Greek (Liddell-Scott)
μελῳδία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ᾄδειν μελῳδικῶς, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ρῆσ. 923, κτλ. II. ᾠδή, ᾆσμα χορικόν, αἱ λέξεις μετὰ τοῦ μουσικοῦ ἤχου, συνεποίεις [Εὐριπίδῃ] ... τὴν μ. Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 231b· μελῳδίας ποιητὴς Πλάτ. Νόμ. 812D, 935E, πρβλ. 790E. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελῳδία· ἡδυφωνία».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chant.
Étymologie: μελῳδός.