ἀποκερδαίνω
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
pf.
A -κεκέρδαγκα D.C.43.18:—have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., ποτοῦ E.Cyc.432; ἀ. βραχέα make some small gain of a thing, And.1.134: abs., ἔνεσται ἀποκερδᾶναι Luc. DMort.4.1.
German (Pape)
[Seite 306] (s. κερδαίνω), Genuß, Vortheil von etwas haben, βραχέα Andoc. 1, 134; Sp., wie Luc. Mort. D. 4, 1; τινός Eur. Cycl. 431.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκερδαίνω: μέλλ. -κερδήσω, -κερδᾰνῶ: ἀόρ. -εκέρδησα, -εκέρδᾱνα: ― ἔχω κέρδος, ὠφέλειαν ἔκ τινος πράγματος, μετὰ γεν. ἀποκερδαίνων ποτοῦ, ἀπολαύων, Εὐρ. Κύκλ. 432· καὶ βραχέα ἀποκερδαίνομεν, κερδαίνομεν ὀλίγα (ἔκ τινος πράγματος), Ἀνδοκ. 17. 32· ἀπολύτ., ἐνέσται ἀποκερδᾶναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4. 1.