ἀπόνιμμα
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπονιπτω)
A = ἀπόνιπτρον, Plu.Sull.36: esp. water for purifying the dead or the unclean, Clidem.(or Anticlid.)ap. Ath.9.409f, cf. 410a.
German (Pape)
[Seite 316] τό, Waschwasser, Plut. Syll. 36, nach Ath. IX, 409 f bes. ἐπὶ τῶν εἰς τιμὴν τοῖς νεκροῖς γενομένων καὶ ἐπὶ τῶν τοὺς ἐναγεῖς καθαιρόντων, also eine Art Weihwasser.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνιμμα: τό, (ἀπονίπτω) = ἀπόνιπτρον, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἰδίως ὕδωρ πρὸς κάθαρσιν τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ἀκαθάρτων, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 409F, πρβλ. 410Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
eau qui a servi à se laver.
Étymologie: ἀπονίζω.