ἀπροσδιόνυσος

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A unconnected with the worship of Dionysus, Plu.2.671f.    II not to the point, malpropos, proverbial like οὐδὲν πρὸς Διόνυσον, Cic.Att. 16.13a.1, Plu.2.612e, Luc.Bacch.6.

German (Pape)

[Seite 339] sich nicht zum Dionysus, zur Bacchusfeier passend, übh. unpassend, unschicklich, Plut. Symp. 1 prooem.; Luc. Bacch. 6; man vgl. οὐδὲν πρὸς Διόνυσον, sprichwörtlich, Cic. Att. 16, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσδιόνῡσος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσυμβίβαστος πρὸς τὴν ἑορτὴν τοῦ Διονύσου, ἐντεῦθεν, ἔξω τῆς ὑποθέσεως, ἄτοπος, καὶ ἡ παροιμιώδης φράσις οὐδὲν πρὸς Διόνυσον Κικ. πρὸς Ἀττ. 16.12, 1, Πλούτ. 2. 612Ε, Λουκ. Διόνυσος 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans rapport avec la fête de Dionysos ; sans à-propos, à contretemps.
Étymologie: ἀ, πρός, Διόνυσος.