ἀπροσδιόνυσος

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσδῐόνῡσος Medium diacritics: ἀπροσδιόνυσος Low diacritics: απροσδιόνυσος Capitals: ΑΠΡΟΣΔΙΟΝΥΣΟΣ
Transliteration A: aprosdiónysos Transliteration B: aprosdionysos Transliteration C: aprosdionysos Beta Code: a)prosdio/nusos

English (LSJ)

ἀπροσδιόνυσον,
A unconnected with the worship of Dionysus, Plu.2.671f.
II not to the point, malpropos, proverbial like οὐδὲν πρὸς Διόνυσον, Cic.Att. 16.13a.1, Plu.2.612e, Luc.Bacch.6.

Spanish (DGE)

-ον
1 ajeno a Dioniso τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι Plu.2.671e, ἐθέλω καὶ ἄλλο ὑμῖν διηγήσασθαί τι τῶν ἐκεῖθεν, οὐκ ἀπροσδιόνυσον οὐδ' αὐτό quiero contaros alguna otra cosa de allí que tampoco deja de tener relación con Dioniso Luc.Bacch.6, ... ἄμουσα μηδ' ἀπροσδιόνυσα (de conversaciones en el banquete), Plu.2.612e, cf. Gell.1.5.3.
2 fig. que está fuera de lugar c. alusión al proverbio οὐδὲν πρὸς τὸν Διόνυσον: ἀπροσδιονύσους λύσεις πραγματευόμενος Ath.494b, cf. Eun.Hist.1 (p.10), ἀπροσδιόνυσα Ath.672a
inoportuno: sed nihil tam ἀπροσδιόνυσον mihi primo uidebatur Cic.Att.423.1.

German (Pape)

[Seite 339] sich nicht zum Dionysus, zur Bacchusfeier passend, übh. unpassend, unschicklich, Plut. Symp. 1 prooem.; Luc. Bacch. 6; man vgl. οὐδὲν πρὸς Διόνυσον, sprichwörtlich, Cic. Att. 16, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans rapport avec la fête de Dionysos ; sans à-propos, à contretemps.
Étymologie: , πρός, Διόνυσος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροσδιόνῡσος: досл. не имеющий отношения к дионисийским празднествам (ἑορτη Plut.); перен. ни с чем не вяжущийся, не имеющий отношения к делу (μηδ᾽ ἄμουσος μηδ᾽ ἀ. Plut.; διηγήσασθαι οὐκ ἀπροσδιόνυσόν τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσδιόνῡσος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσυμβίβαστος πρὸς τὴν ἑορτὴν τοῦ Διονύσου, ἐντεῦθεν, ἔξω τῆς ὑποθέσεως, ἄτοπος, καὶ ἡ παροιμιώδης φράσις οὐδὲν πρὸς Διόνυσον Κικ. πρὸς Ἀττ. 16.12, 1, Πλούτ. 2. 612Ε, Λουκ. Διόνυσος 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπροσδιόνυσος, -ον)
1. ο άσχετος προς τη λατρεία του Διονύσου
2. ξένος και άσχετος προς κάτι, αταίριαστος.

Greek Monotonic

ἀπροσδῐόνῡσος: -ον, ασύμβατος, ακατάλληλος για τον εορτασμό του Διονύσου· εξού, άσχετος, άτοπος, σε Κικ., Λουκ.

Middle Liddell

uncongenial to Bacchus: hence, not to the point, out of place, Cic., Luc.