ἀφαγνίζω

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαγνίζω Medium diacritics: ἀφαγνίζω Low diacritics: αφαγνίζω Capitals: ΑΦΑΓΝΙΖΩ
Transliteration A: aphagnízō Transliteration B: aphagnizō Transliteration C: afagnizo Beta Code: a)fagni/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ LXX Le.14.52: aor. -ήγνισα Paus.2.31.8, LXX Le.14.49:—Med., fut. -ιοῦμαι Hp. Morb.Sacr.I: aor. -ηγνισάμην E.Alc.1146:—Pass., fut. -αγνισθήσομαι LXX Nu.19.19: aor. -ηγνίσθην ib.19.12:—purify, consecrate, χθόνα E. in Gött.Nachr.1922.9, Paus.2.31.8; πυρκαϊὴν χρὴ ἀφαγνίσαι . . οἴνῳ Epigr.Gr.1034.28 (Thrace):—Med., τοῖς νερτέροις θεοῖς E. Alc.1146, cf. Hsch., Suid.    II ἀφαγνίσας· ἀποδύσας, συλήσας, Hsch.

German (Pape)

[Seite 406] dasselbe, weihen, B. A. p. 26. Im med., sich reinigen, für sich ein Sühnopfer darbringen, θεοῖς νερτέροις Eur. Alc. 1151.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαγνίζω: μέλλ. -ῐῶ. Ἑβδ.: ἀόρ. -ἡγνῐσα Παυσ., Ἑβδ.: ― Μέσ., μέλλ. -ιοῦμαι Ἱππ. 303. 39· ἀόρ. -ηγνισάμην Εὐρ.: ― Παθ. μέλλ. -αγνισθήσομαι: ἀόρ. -ηγνίσθην Ἑβδ. (Ἀριθ. ιθ΄, 12. 19). Ἐξαγνίζω, καθαγνίζω, ἀφιερώνω, Παυσ. 2. 31, 8· πυρκαϊὴν χρὴ αφαγνίσαι… οἴνῳ Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1034. 28: ― Μέσ., πρὶν ἄν θεοῖσι νερτέροις ἀφαγνίσηται Εὐρ. Ἄλκ, 1146 (ἴδε προηγ.), πρβλ. Ἡσύχ., Σουΐδ., Α. Β. 26. Ρημ. ἐπίθ. -ιστέον, δεῖ ἀφαγνίζειν, πᾶν οὖν εἴ τι ῥυπαρὸν… ἀφαγνιστέον τοῦ γάμου Κλήμ. Ἀλ. 506.

French (Bailly abrégé)

écarter par une purification ; offrir un sacrifice pour purifier ; consacrer;
Moy. ἀφαγνίζομαι (f. ἀφαγνιοῦμαι, ao. ἀφηγνισάμην) offrir un sacrifice d’expiation à, τινι.
Étymologie: ἀπό, ἁγνίζω.