βιοστερής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A reft of the means of life, S.OC747.
German (Pape)
[Seite 445] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.
Greek (Liddell-Scott)
βιοστερής: -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. βίος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
privé de ressources pour vivre.
Étymologie: βίος, στερέω.