γηροκομέω
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A = γηροβοσκέω, abs., Trag.Adesp.25: c. acc., Call.Epigr.51, J.AJ4.8.24, Ael.NA10.16, Luc.Tox.22, Max. Tyr.5.7:—Pass., ἐν θυγατράσιν γ. Agath.2.14 (γηρωκ- J. l.c., Luc. l.c., Max.Tyr. l. c.).
Greek (Liddell-Scott)
γηροκομέω: γηροβοσκέω, Καλλ. Ἐπ. 53, Λουκ. Τοξ. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. γηροβοσκέω.
Étymologie: γηροκόμος.