διακλείω
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
A shut out or off, χορηγίας τινί Plb.1.82.13; τινὰ ἀπὸ τῆς χώρας ib.73.6; τινὰ τῆς εἰσόδου D.H.11.14: c.inf., διεκλείσθη συμμετασχεῖν J.BJ1.19.1. II close, τὸ στόμα τοῦ ιιόντου App.Mith.12.
German (Pape)
[Seite 582] (s. κλείω), abschließen, abschneiden; τὸν αὐχένα, die Landenge, Pol. 4, 56; τινὰ ἀπό τινος, 16, 6; τινὰ τῆς εἰσόδου, Dion. Hal. 11, 14; τῆς ἐπανόδου, den Rückzug abschneiden, Pol. 5, 51; pass., 52; τινὶ τὰς χορηγίας, Zufuhr abschneiden, 1, 82.
Greek (Liddell-Scott)
διακλείω: (ἴδε κλείω), ἀποκλείω, ἐμποδίζω, Λατ. discludere, χορηγίας τινὶ Πολύβ. 1. 82, 13· τινὰ ἀπὸ τῆς χώρας αὐτόθι 73, 6.
French (Bailly abrégé)
fermer le passage, interdire l’accès.
Étymologie: διά, κλείω.