ἐγγελάω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγελάω Medium diacritics: ἐγγελάω Low diacritics: εγγελάω Capitals: ΕΓΓΕΛΑΩ
Transliteration A: engeláō Transliteration B: engelaō Transliteration C: eggelao Beta Code: e)ggela/w

English (LSJ)

fut. -άσομαι [ᾰ],

   A laugh at, mock, τοῖς ποιουμένοις S.El.277, cf. E.Med. 1355; in tmesi, γέλωτ' ἐν σοὶ γελῶ S.Ant.551 codd.; κατά τινος Id.OC1339: without dat. expressed, Id.El.807, E.Med.1362; εἴς τινα Herod.1.77:—Pass., Luc.Ind.15.    II laugh in or among, αὔρα ἐγγελῶσα κύμασιν Sosicr.2.

German (Pape)

[Seite 700] (s. γελάω) verlachen, verspotten; absolut, Soph. El. 807; Eur. Med. 1362; τινί, Soph. El. 277; Mel. 36 (XII, 23); κατά τινος, Soph. O. C. 1339; übertr., Sosicrates bei Ath. XI, 474 a, λεπτὴ δὲ κυρτοῖς ἐγγελῶσα κύμασιν αὔρα, sanft hineinrauschend; s. γελάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγελάω: μέλλ. -άσομαι ᾰ, γελῶ κατὰ πρόσωπον, περιγελῶ, περιπαίζω, χλευάζω, Λατ. irridere, τινι Σοφ. Ἠλ. 277, Εὐρ. Μήδ. 1355· εἰ γελῶ γ’, ἐν σοὶ γελῶ (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Heath ἣν παρεδέξατο καὶ ὁ Jebb ἀντὶ τοῦ εἰ γελῶτ’ τοῦ Λ. χειρογρ.) Σοφ. Ἀντ. 551· κατά τινος ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1339 (πρβλ. ἐπεγελάω)· ἀλλ’ ἡ δοτ. συχνάκις παραλείπεται, ὁ αὐτ. Ἠλ. 807, Εὐρ. Μήδ. 1362. ΙΙ. γελῶ ἐντὸς ἢ μεταξύ, αὔρα κύμασιν ἐγγελῶσα Σωσικράτης ἐν «Φιλαδέλφοις» 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et ao.
se jouer, se railler : τινι, κατά τινος de qqn.
Étymologie: ἐν, γελάω.