διαμίγνυμι
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
or διαμιγνύω (Plu.2.1131e), fut. -μίξω,
A to mix up, l.c.:— Pass., διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9 codd. Ath.; cf. διαμίσγω.
German (Pape)
[Seite 590] (s. μίγνυμι), durcheinander mischen, bei Ath. X, 441 f; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαμίγνυμι: ἢ -ύω, ἀναμιγνύω, Πλούτ. 2. 1132D.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. part. fém. διαμεμιγμέναι;
entremêler, farcir.
Étymologie: διά, μίγνυμι.