τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
[Seite 677] ungenießbar, Plut. Symp. 4, 4, 2.
δύσβρωτος: -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ φάγῃ, Πλούτ. 2. 668E.
ος, ον :difficile à manger.Étymologie: δυσ-, βιβρώσκω.