δυσανάτρεπτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to overthrow, δύναμις Plu.Caes.4, cf. Gal. 18(1).604.
German (Pape)
[Seite 675] schwer umzustoßen; δύναμις Plut. Caes. 4.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάτρεπτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀνατρεπόμενος, Πλούτ. Καίσ. 4, Γαλην. 12, 407.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à renverser.
Étymologie: δυσ-, ἀνατρέπω.