ἐκπεπληγμένως
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
Adv., διακεῖσθαι to be in a state
A of panic, D.Prooem. 39.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπληγμένως: ἐπίρρ., ἐκπ. διακεῖσθαι, διατελεῖν ἐν καταστάσει φόβου πανικοῦ, Δημ. 1447. 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec frayeur.
Étymologie: ἐκπεπληγμένον, part. pf. Pass. de ἐκπλήττω.