Ἑλλησποντίας
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
Ion. Ἑλλησποντίης (sc. ἄνεμος), ου, ὁ,
A wind blowing from the Hellespont, i.e. from the NE., Hdt.7.188;= καικίας, Arist.Mete.364b19, cf.Pr.946b33, Thphr. Vent.62.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλησποντίᾱς: Ἰων. -ίης (ἐνν. ἄνεμος), ἄνεμος πνέων ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου, δηλ. βορειοανατολικός, Ἡρόδ. 7. 188· ταὐτόσημος τῷ καικίᾳ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20· πρβλ. ὡσαύτως Ἀριστ. Προβλ. 26. 56, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 62.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
s.e. ἄνεμος;
vent qui souffle de l’Hellespont, càd du NE.
Étymologie: Ἑλλήσποντος.