κέαρ
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
contr. κῆρ (q.v.). κέαρνον, τό, (κεάζω)
A carpenter's axe, Hsch.(pl.). κέαρος· ὄρτυξ, Id. κεάσματα, τά, chips, Id. κέᾰται, κέᾰτο, Ep. 3pl. pres. and impf. of κεῖμαι.
German (Pape)
[Seite 1410] (zsgzgn κῆρ, u. so allein Hom., s. unten), αρος, τό, das Herz; gew. übertr., ἐμὸν κέαρ οὔ ποτε φάσει Pind. N. 7, 102; ἐμὸν κέαρ οὐ γεύεται ὕμνων I. 4, 22; oft bei Aesch., κέαρ ἀπαράμυθον ἔχει Κρόνου παῖς Prom. 184; ἠλγύνθην, ἀχθεσθῇ κέαρ, 245. 390; ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ Ch. 26; Soph. O. C. 661 Tr. 626; Eur. Med. 911.
Greek (Liddell-Scott)
κέᾰρ: συνῃρ. κῆρ, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
v. κῆρ.