κατηγορητέον
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
A one must accuse, lay the blame on, τῶν πραγμάτων Isoc.3.2; αὑτοῦ Pl.Grg.508b. II one must assert, ὡς . . Id.Tht.167a; one must predicate, τι κατά τινος Epicur.Ep.1p.25U.; τοῦ ἐπέκεινα οὐδὲ τοῦτο κ. Plot.3.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
κατηγορητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κατηγορήσῃ, τινὸς Ἰσοκρ. 27Α. ΙΙ. πρέπει νὰ ἀποδείξῃ τις ἢ βεβαιώσῃ, ἢ εἴπῃ…, Πλάτ. Θεαίτ. 167A.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de κατηγορέω.