ἐμβύθιος
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
[ῠ], ον (η, ον AP9.227 (Bianor), 423 (Id.)),
A at the bottom of the sea, πέτρα ib.7.504 (Leon.); ἄγρη ib.9.227; κρηνίδες D.H.1.32; πίννα Isid.Char.20.
German (Pape)
[Seite 807] α, ον, in der Tiefe, bes. des Meeres; ἄργη Bian. 2 (IX, 227); πέτρα Leon. Tar. 93 (VII, 504); θαλάμαι bei Ath. III, 94 a; auch κρηνῖδες ἐμβύθιοι D. Hal. 1, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβύθιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 227, 423˙ ― ἐν τῷ βυθῷ τῆς θαλάσσης, πέτρα αὐτόθι 7. 504˙ κρηνὶς Διον. Ἁλ. 1. 32.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui est au fond de l’eau.
Étymologie: ἐν, βύθος.