ἐξαποβαίνω
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
English (LSJ)
A step out of, νηός Od.12.306; νηὸς χέρσονδε A.R.3.199, etc.
German (Pape)
[Seite 871] (s. βαίνω), absteigen aus; νηός Od. 12, 306; Ap. Rh. 3, 199 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποβαίνω: ἀποβαίνω ἔκ τινος, ἐξέρχομαι, ἐξαπέβησαν ἑταῖροι νηὸς Ὀδ. Μ. 306, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 199, κλ.