καταιθαλόω
From LSJ
English (LSJ)
A burn to ashes, δόμους . . καταιθαλώσω A.Fr.160; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ E.Supp.640; Μίμαντα πυρί Id.Ion 215 (lyr.); σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ar.Av.1242, cf. 1248; γαῖαν Lyc.1376: metaph., of love, καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινά Ar. Av.1261:—Pass., [Τροίας] πυρὶ κατῃθαλωμένης E.Tr.60; ὑπ' ἀσβόλου κατῃθαλωμένος all burnt and sooty, Luc.DDeor.5.4, cf. Artem.2.10; ἱερῶν-ουμένων Hp.Ep.27.