ἠλιθιότης
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A folly, silliness, Cratin.188, Pl.R.560d, al., Phld.Rh.1.249 S., etc.; γνώμης Them.Or.1.11d.
German (Pape)
[Seite 1161] ητος, ἡ, Thorheit, Einfalt; Plat. Rep. VIII, 560 d; καὶ ἡ ἐσχάτη ἄνοια Theaet. 176 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐθιότης: -ητος, ἡ, μωρία, ἀνοησία, Κρατῖν, Πυτ. 9, Πλάτ. Πολ. 560D κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
stupidité.
Étymologie: ἠλίθιος.