κοχλιώδης
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
Greek (Liddell-Scott)
κοχλιώδης: -ες, = κοχλιοειδής, Παλαίφ. 52. 1· ἐπὶ τοῦ ὠτός, Πλούτ. 2. 901F.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
en forme de limaçon, roulé en spirale.
Étymologie: κοχλίας, -ωδης.