κρανοποιέω

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνοποιέω Medium diacritics: κρανοποιέω Low diacritics: κρανοποιέω Capitals: ΚΡΑΝΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: kranopoiéō Transliteration B: kranopoieō Transliteration C: kranopoieo Beta Code: kranopoie/w

English (LSJ)

   A make helmets: metaph., of one who talks big and warlike, Ar.Ra.1018:—hence κρᾰνο-ποιΐα, ἡ, Poll.7.155.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνοποιέω: κατασκευάζω περικεφαλαίας· ἐν Ἀριστ. Βατρ. 1018 ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπου κομπορρημόνως λαλοῦντος περὶ πολέμων, κράνη καὶ λόφους διηγουμένου· -ποιΐα, ἡ. Πολυδ. Ζ΄, 155· ― ἐκ τοῦ κρανο-ποιός, ὁ, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1255, Πολυδ. Α΄, 145., Ζ΄, 155.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer des casques en paroles, càd ne parler que de casques, d’armures.
Étymologie: κρανοποιός.