κωλυσίδειπνος
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A interrupting the banquet, applied to a species of κοχλίας, Apollod. ap. Ath.2.63d, cf. Plu.2.726a.
German (Pape)
[Seite 1543] das Gastmahl aufhaltend, hindernd, Plut. Symp. 8, 6, 1, vgl. Ath. II, 63 d.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡσίδειπνος: -ον, ὁ κωλύων τινὰ νὰ δειπνῇ ἐν τῇ ὡρισμένῃ ὥρᾳ μὴ προσερχόμενος εἰς τὸ δεῖπνον ἐγκαίρως, ὄνομα εἴδους κοχλιῶν, οἱ κωλύοντες τὸ δεῖπνον, ἐμποδίζοντες νὰ φάγῃ τις ἄλλα φαγητά, Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 63D, Πλούτ. 2. 726Α.