κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
[γλῠ], ον,
A cummin-splitting-cressscraper, strengthd.for foreg., Ar.V.1357.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: -ον, ὁ πριονίζων τὸ κύμινον καὶ ξύων τὸ κάρδαμον, ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ κυμινοπρίστης, Ἀριστοφ. Σφ. 1357.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
scie-cumin-râpe-cresson, càd avare renforcé.
Étymologie: κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω.