μαραυγέω
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
A contract the pupil when exposed to light, of cats' eyes, Plu. 2.376f, cf. 599f.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰραυγέω: θαμβώνομαι, σκοτίζομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, αἱ ἐν τοῖς ὄμμασιν αὐτοῦ κόραι... δοκοῦσι λεπτύνεσθαι καὶ μαραυγεῖν Πλούτ. 2. 376Ε, 599F· ἴδε Ἑρμμάν. Πονημ. 4. 268. (Ἐκ τοῦ μαραίνω, αὐγή, πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 671· ἢ ἐκ τοῦ μαρμαίρω, αὐγή).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être ébloui, avoir un éblouissement.
Étymologie: DELG μαρμάρεος et αὐγή.