μυλωθρικός
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for a miller, σκεύη Plu.2.159c. II -κόν, τό, tax on milling, IG2.860.
German (Pape)
[Seite 217] den Müller betreffend, σκεύη, Mühlgeräthschaften, Plut. sept. sap. conv. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλωθρικός: -ή, -όν, κατάλληλος διὰ μυλωθρὸν ἢ διὰ μύλον, Πλούτ. 2. 159D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de meule ou de moulin.
Étymologie: μυλωθρός.