συντεκνοποιέω
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
A breed children with, τινι X.Mem.2.2.5.
Greek (Liddell-Scott)
συντεκνοποιέω: τεκνοποιῶ ὁμοῦ, ὁ ἀνὴρ τὴν συντεκνοποιοῦσαν ἑαυτῷ τρέφει Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
engendrer des enfants avec.
Étymologie: σύν, τεκνοποιέω.