τριαινόω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
prop.
A heave with the trident: then, generally, heave or prise up, overthrow, θάκους μοχλοῖς τ. E.Ba.348. II τ. δικέλλῃ τὸ γῄδιον break it up with a fork or mattock, Ar.Pax570 (troch.).
Greek (Liddell-Scott)
τριαινόω: κυρίως διασείω κτυπῶν διὰ τῆς τριαίνης· ἀκολούθως καθόλου, κινῶ, διακινῶ, ἀνατρέπω, καταρρίπτω, τρ. τι μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 348. ΙΙ. τριαινοῦν τὴν γῆν δικέλλῃ, σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βόλους τῇ δικέλλῃ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 ébranler avec le trident;
2 remuer la terre avec une fourche.
Étymologie: τρίαινα.