οἰνάρεος
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
α, ον,
A of vine leaves or twigs, Ibyc.1.6 ; σποδίη Hp.Mul.2.195.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνάρεος: [ᾰ], -α, -ον, ὁ ἐκ φύλλων ἀμπέλου κατασκευασθείς, Ἴβυκος ὁ Ρηγῖνος παρ’ Ἀθην. 601Β, Ἱππ. 668. 54.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de pampre, de vigne.
Étymologie: οἴναρον.