πενταμερής
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ές,
A consisting of five parts, χώρα Str.3.4.19, cf. Diom. p.498 K. Adv. -ρῶς, φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.
German (Pape)
[Seite 556] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.
Greek (Liddell-Scott)
πενταμερής: -ές, ὁ εἰς πέντε μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).