συνδιαλλάσσω
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
Att. συνδιαλλάττω,
A help in reconciling, ἵνα συνδιαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἁλεῖς πρὸς τοὺς Φαρσαλίους D.19.36, cf. Plu.Lys.8, etc.:— fut. Pass. συνδιαλλαχθήσομαι Men.Pk.428. II alter together, A.D.Adv.162.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1007] mit od. zugleich versöhnen, aussöhnen, τινὰ πρός τινα, Dem. 19, 36 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, διαλλάττω τινὰ μετ’ ἄλλου, συμφιλιώνω, ἵνα συ διαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἀλέας πρὸς τοὺς Φαρσαλίους Δημ. 352. 17, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 8, κτλ. ΙΙ. μεταβάλλω ὁμοῦ, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 372.
French (Bailly abrégé)
aider à réconcilier : τινί τινα qqn avec qqn.
Étymologie: σύν, διαλλάσσω.