πολυπλάνητος

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπλάνητος Medium diacritics: πολυπλάνητος Low diacritics: πολυπλάνητος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΑΝΗΤΟΣ
Transliteration A: polyplánētos Transliteration B: polyplanētos Transliteration C: polyplanitos Beta Code: polupla/nhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = foreg., γένος, of the Dorians, Hdt.1.56;

   A αἰὼν π. αἰεί E.Hipp.1110 (lyr.); π. πόνος the pains of wandering, Id.Hel.1319 (lyr.).    II of blows, falling in every direction, A.Ch.425 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] = πολυπλανής, Her. 1, 56; übtr., χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 419; αἰών, Eur. Hipp. 1110; πόνοι, Hec. 1319.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπλάνητος: [ᾰ], -ον, = πολυπλανής, ἐπὶ τῶν Πελασγῶν, Ἡρόδ. 1. 56· π. αἰὼν Εὐρ. Ἱππ. 1110· π. πόνοι, οἱ κόποι τῆς περιπλανήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1319. ΙΙ. ἐπὶ κτυπημάτων διδομένων κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Αἰσχύλ. Χο. 425· ― τὸ πολυπλάνητον, ἡ ἀστάθεια, οἶδα τὸ πολυπλάνητον τῆς τύχης τῆς ἀστάτου Μανασσ. Χρον. 2876.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui erre de tous côtés;
2 qui tombe de tous côtés en parl. de coups.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.