προσκλητικός
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
ή, όν,
A calling, addressing, φωνή Plu.2.354d; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.
German (Pape)
[Seite 769] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, φωνή, Plut. de Is. et Osir. 9.
Greek (Liddell-Scott)
προσκλητικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à appeler, qui appelle.
Étymologie: προσκαλέω.