Σικελία
From LSJ
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, Sicily, Pi.P.1.19, al., Hdt.1.24, etc.: hence Σῐκελίδης, ου, ὁ, Dor. Σικελίδας, name given by Theoc. (7.40) to Asclepiades, and variously expld. in Sch.ad loc. [Σῑ- in dactylics, as ἄρχετε Σῑκελικαί . ., Mosch.3.8, etc.;
A Σῑκελίδας Theoc. l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
Σῐκελία: ἡ, Πίνδ., Ἡρόδ., κλπ.· ἐντεῦθεν Σικελίδης, ου, ὁ, Σικελός, Θεόκρ., κλπ.· Σικελίᾱθεν. ἐκ Σικελίας, Εὐστ. Πονημάτ. 275. 84. [Σῑ-, ἐν δακτυλικοῖς μέτροις, οἷον, ἄρχετε Σῑκελικαί ... Βίων 1. 8, κτλ.· Σῑκελίδας, Θεόκρ. 7. 40· πρβλ. Οὐεργιλ. Ἐκλογ. 4. 1].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Sicile.
Étymologie: Σικελός.