σταύρωμα
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
ατος, τό,
A palisade or stockade, Th.5.10, 6.64,74, X. HG3.2.3, etc.
German (Pape)
[Seite 930] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
σταύρωμα: τό, περίφραγμα διὰ πασσάλων, χαράκωμα, Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
clôture de pieux, palissade.
Étymologie: σταυρόω.