συναρμογή
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
English (LSJ)
Dor. -γά, ἡ,
A combination, Ti.Locr.95b, Diotog. ap. Stob.4.7.62, Plu.Aem.32, etc. 2 wedlock, Ptol.Tetr.182, Vett. Val.38.1, al. 3 musical combination, Iamb.VP25.114.
German (Pape)
[Seite 1004] ἡ, Zusammenfügung, ἀδιάλυτος Tim. Locr. 95 b. In der Tonkunst = Harmonie.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμογή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, συνάφεια, τὰ καττὰν ἀρίσταν ἀναλογίαν συντιθέντα ἐν ἰσοδυναμίᾳ… μένει συναρμογᾷ ἀδιαλύτῳ κατὰ λόγον ἄριστον Τίμ. Λοκρ. 95Β, Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 7, Πλούτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
accord parfait, harmonie complète.
Étymologie: συναρμόζω.