συνεπικρύπτω
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
Full diacritics: συνεπικρύπτω | Medium diacritics: συνεπικρύπτω | Low diacritics: συνεπικρύπτω | Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΡΥΠΤΩ |
Transliteration A: synepikrýptō | Transliteration B: synepikryptō | Transliteration C: synepikrypto | Beta Code: sunepikru/ptw |
A help to conceal, Id.Alc.28, Tim.10:—Med., Iamb.VP34.245.
συνεπικρύπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικρύπτω, ὁμοῦ ἀποκρύπτω, Πλούτ. Ἀλκιβ. 28, Τιμολ. 10, Νικίου καὶ Κράσσ. Σύγκρ. 1.
cacher ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπικρύπτω.