Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τηκτός

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκτός Medium diacritics: τηκτός Low diacritics: τηκτός Capitals: ΤΗΚΤΟΣ
Transliteration A: tēktós Transliteration B: tēktos Transliteration C: tiktos Beta Code: thkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A melted, molten, μόλυβδος E.Andr.267.    II capable of being dissolved, soluble, σώματα τ. καὶ ἄτηκτα Pl.Sph.265c, cf. Arist.Metaph.1015a10, Thphr. Lap.4; opp. στερεός, Pl.Criti.114e; opp. τεγκτός (q.v.), Arist.Mete. 385b12; τηκτόν, = φάρμακον τηκόμενον, Hp.VC14.

German (Pape)

[Seite 1105] adj. verb. von τήκω, geschmolzen, schmelzbar, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Plat. Soph. 265 c.

Greek (Liddell-Scott)

τηκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τήκω, τετηκώς, «λυωμένος», μόλυβδος Εὐρ. Ἀνδρ. 267. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ διαλυθῇ, εὐδιάλυτος, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Πλάτ. Σοφιστ. 265C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 15· ἀντίθετον τῷ στερεός, Πλάτ. Κριτί. 114Ε· τῷ τεγκτὸς (ὃ ἴδε), Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 2 κἑξ.· περὶ τοῦ τηκτοῦ, ἢ φαρμάκου τηκομένου, ἐν Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 908, ἴδε Littré.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 fondu;
2 fusible, soluble.
Étymologie: τήκω.