τημελέω

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τημελέω Medium diacritics: τημελέω Low diacritics: τημελέω Capitals: ΤΗΜΕΛΕΩ
Transliteration A: tēmeléō Transliteration B: tēmeleō Transliteration C: timeleo Beta Code: thmele/w

English (LSJ)

   A take care of, look after, c. acc., χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει E.IA 731; οὐδ' ἐργάτης σίδηρος . . οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει Moschio Trag.6.12; αἱ γυναῖκες, ὅταν τέκωσι, τ. τοὺς ἄνδρας Nymphod.15; ἵνα μηδὲν ἄλλο ἢ ταύτην (sc. τὴν ἀρετὴν) καθάπερ ἀγαθὸς γεωργὸς τ. καὶ περιέπῃ Ph.1.52, cf. eund. ap. Eus.PE8.14; τημελοῦντες [τὴν ἀρχὴν] ὥσπερ νομεῖς Aristid.Or.26(14).18; τ. τὴν κεφαλήν Plu.Art.18, Artem.1.38, cf. Plu.2.148d, S.E.M.7.249: c. gen., σώματός τ' ἐτημέλει E.IT311, cf. Pl.Lg.953a:—Med., c. acc., D.H.4.67.

German (Pape)

[Seite 1108] sorgen, warten, pflegen; τινός, Eur. I. T. 311; τί, I. A. 731; neben ἐπιμελεῖσθαι, Plat.

Greek (Liddell-Scott)

τημελέω: ἐπιμέλομαι, φροντίζω, ἐπιβλέπω, μετ’ αἰτ., χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει Εὐρ. Ι. Α. 731· τ. τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Ἀρτοξ. 18, πρβλ. 2. 148D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 249· μετὰ γεν., τημελοῦσι ποιμένων Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 18· σώματός τ’ ἐτημέλει Εὐρ. Ι. Τ. 311, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
prendre soin de, s’occuper de, acc. ou gén..
Étymologie: DELG étym. incertaine, pê de τηλε-μέλομαι « prévoir de loin ».