ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Τενέδιος: ξυνήγορος· «ὁ ἀπότομος καὶ σκληρὸς» Ἡσύχ.
α, ον :de Ténédos.Étymologie: Τένεδος.