κατέρχομαι
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
fut.
A κατελεύσομαι Od.1.303, Hdt.5.125, Arr.An.6.12.3 (but in good Att. κάτειμι, as also κατῄειν is always used for the impf.): aor. κατήλῠθον or κατῆλθον, inf. κατελθεῖν; Dor. subj. κατένθῃ Berl.Sitzb.1927.165 (Cyrene); Arc. part. κατενθών, pf. part. κατηνθηκώς, v. καθέρπω 11: pf. κατελήλυθα SIG675.24 (ii B.C.):—go down, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il.20.125, etc.; τιν' ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος . . κατελθέμεν 6.109; go down to the grave, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε, ib. 284, 7.330; εἰς Ἅιδου E.HF1101, etc.: rarely c. acc., τίς . . σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν; Ar.Fr.149.2 (parod.); from high land to the coast, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od.1.303; from country to town, 11.188; down the Nile, εἰς Ἀλεξάνδρειαν PLille3.80(iii B.C.), etc. 2 of things, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης by the descending rock, Od.9.484, 541; of a river, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων comes down in flood, Hdt.2.19; κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Th.4.75. 3 κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Lat. descendere in certamen, S.E.M.7.324. 4 c. acc., come to a place, ὑμέτερον δῶ Od.24.115; ἀφθονία κατελήλυθε τὴν πόλιν Lyd.Mag.3.76. 5 of property, pass to, PRein.42.28 (i/ii A.D.), POxy.1704.5(iii A.D.). II come back, return, esp. come back from exile, Hdt.4.4, al., A.Ag.1647, Ch.3, Eu.462, S.OC601, Ar.Ra.1165, 1167, Pl.Ap.21a, OGI90.20 (Rosetta, ii B.C.), etc.; φυγὰς κατελθών S.Ant.200; ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν E.IT39: in pass. sense, ὑπ' ὀλιγαρχίας κατελθεῖν to be brought back by... Th.8.68; cf. κάτειμι 11, καθέρπω 11.