φορτηγία
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
ἡ,
A conveyance of cargo, opp. ναυκληρία and παράστασις, Arist.Pol.1258b23.
German (Pape)
[Seite 1301] ἡ, 1) das Lasttragen. – 2) der Handel auf Lastschiffen, Arist. pol. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
φορτηγία: ἡ, τὸ φέρειν ἢ μεταφέρειν φορτία ἐμπορεύεσθαι, ἀντίθετον τῷ ναυκληρία, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
transport de marchandises par mer.
Étymologie: φορτηγός.