κληρόω
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
Dor. κλᾱρόω, inf.
A κλαρώεν Foed.Delph.Pell. 1 A6, κλαρώειν SIG647.33 (Stiris, ii B.C.): (κλῆρος A):—appoint by lot, ἐξ ἁπάντων τὰς ἀρχάς Isoc.7.22; ἀθλητάς Arist.Rh.1393b5; διαιρετὰς τῶν κτημάτων SIG364.9 (Ephesus, iii B.C.); τὰ δικαστήρια ib.647.33; ἄλλον [ἱερόν] IG5(1).1390.6(Andania, i B.C.); also, of the lot, fall on, οὓς ἐκλήρωσεν πάλος E.Ion416:—Med., cast lots for office, of candidates, ἂν ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων Lys.6.4, cf. 24.13; κ. ἱερωσύνης D.57.62; κληρουμένων ἐπιμελῶς Arist.Ath.27.4; ὃς ἂν κληρούμενος λαγχάνῃ Pl.Plt.298e:—Pass., to be appointed by lot, Arist. Ath.43.2, Decr.ib.30.5, SIG525.11 (Crete, iii B.C.), IG5(1).1390.132 (Andania, i B.C.), etc.; [πρόεδροι] κεκληρωμένοι D.24.89; κεκληρῶσθαι ἄρχειν Luc.Luct.2. 2 cast lots, Pl.Lg.759c, 856d; κληρώσω πάντας I will make all draw lots, Ar.Ec.682; κ. τὰς φυλάς Plb.6.20.2:—Med., A.Th.55, Ar.Ec.836, D.21.133; ὅτε ἐκληροῦσθε when you were drawing lots, Id.19.1. 3 Med., have allotted one, obtain by lot, δεσπότας E.Tr.29; ἱερωσύνην Aeschin.1.188; ἀμπέλων δεκανίαν IGRom.4.1675 (Lydia): metaph., obtain as one's sphere or province, τὸ ταὐτὸν ὁ δημιουργὸς ἐκληρώσατο Dam.Pr.321; Astrol., ἥλιος κληρωσάμενος τὴν ὥραν Vett.Val.61.1; κεκληρῶσθαι to be in possession of, to have, Hp. Ep.20, Procl.Inst.110; τὴν καρδίαν κεκλήρωται ἐπὶ τῇ φάρυγγι Ael. NA5.31. II allot, assign, ὔμμε δ' ἐκλάρωσε πότμος Ζηνί Pi.O.8.15; μοίρας, τὴν μὲν ἐπὶ μονῇ, τὴν δ' ἐπὶ ἐξόδῳ Hdt.1.94; ἓν ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν Th.6.42:—Pass., ἐκληρώθην δούλη E.Hec.100 (anap.). 2 ὀμφὰν κ. deliver an oracle by lot, Id.Ion908 (lyr.).